- πελαργόμορφα
- ταζωολ. τάξη παρυδάτιων καλοβατικών πτηνών που περιλαμβάνει τους πελαργούς, τους ερωδιούς, τις ίβιδες κ.ά.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. pelargomorphae (< πελαργός + μορφή)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πελαργόμορφα ή πελαργοειδή — Τάξη πτηνών της οικογένειας των πελαργιδών, ερωδιιδών και φοινικοπτεριδών, που περιλαμβάνει γένη με μακριά άπτερα πόδια, τα οποία έχουν 4, όμοια στο ύψος, δάκτυλα. Το ράμφος τους ποικίλλει σε σχήμα και είναι μακρύ και δυνατό. Έχουν επίσης μακρύ… … Dictionary of Greek
καλοβάμονα ή καλοβατικά — Ομάδα πτηνών με χαρακτηριστικά μεγάλα πόδια, τα οποία τους επιτρέπουν να βαδίζουν εύκολα στα βαλτώδη και λασπώδη εδάφη. Άλλα ειδικά γνωρίσματα των ειδών αυτής της ετερογενούς ομάδας –που σήμερα δεν αναγνωρίζεται πια από τους ορνιθολόγους– είναι… … Dictionary of Greek
νυχτοκόρακας — (nycticomx nycticorax). Πελαγόμορφο καλοβατικό πτηνό της οικογένειας των Ερωδιιδών που είναι ευρέως διαδεδομένο στη νοτιοκεντρική Ευρασία, στην Αφρική και στην Αμερική. Έχει πάρει την ονομασία ν. για την κραυγή του που μοιάζει με του κόρακα και… … Dictionary of Greek
πτήση — Ενέργεια και ικανότητα παραμονής και μετακίνησης στον αέρα, τυπική σε όλα σχεδόν τα πτηνά και σε μεγάλο μέρος των εντόμων. Από τα θηλαστικά, ιδιαίτερα ικανά για π. είναι μόνο τα χειρόπτερα. Άλλα σπονδυλωτά, από τα ζώντα σήμερα, δεν είναι ικανά να … Dictionary of Greek
Θρεσκιορνιθίδες — (thresciornithidae). Οικογένεια πτηνών, της υπέρταξης νεόγναθα, της τάξης πελαργόμορφα ή κικονιίμορφα. Είναι γνωστή και με τις ονομασίες πλαταλείδες και ιβίδες. Περιλαμβάνει περίπου 30 είδη μεγαλόσωμων πουλιών, που έχουν μακρύ ράμφος και λαιμό… … Dictionary of Greek